- μυατροφία
- ηιατρ. ατροφία τών μυών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myatrophie (μυς + ατροφία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυατροφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυατροφία 2. αυτός που πάσχει από μυατροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυατροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek